Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

OXI AMYNA, EΠΙΘΕΣΗ

Πολύς λόγος έγινε τελευταίως για το θέμα της 'ελληνοποίησης' των οικονομικών και πολιτικών μεταναστών που κατακλύζουν τη χώρα με την κατάθεση και ψήφιση σχετικού νομοσχεδίου το οποίο παρέχει την ιθαγένεια στους δύσμοιρους αυτούς ξένους.

Το θέμα ειδώθηκε από ποικίλες πλευρές με τις απόψεις να διευρύνονται από σκληρές για τους μετανάστες και προστατευτικές της ελληνικότητας του τόπου, ήπιες και ανεκτικές, έως υπερφιλελεύθερες.

Η κάθε μία τους επικαλείται διαφορετικές αρχές και λογικές. Από την άρνηση του φασισμού, την οικονομική αναγκαιότητα της χώρας, ως τη φοβία για αφελληνισμό της. Όλες ωστόσο κινούνται σε πλαίσια λογικά και ιδεολογικά, αλλ'όχι εκκλησιολογικά. Εδώ θα προσπαθήσω να αντικρούσω τη φοβική και αμυντική στάση που εξεφράσθη από εκκλησιαστικά πρόσωπα υπέρ της Ορθοδοξίας.

Είναι γεγονός ότι η Ορθοδοξία έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με την ελληνικότητα. Ο ελληνικός 'λόγος' και ως γλώσσα αλλά και ως διανόημα έγινε όχημα του καινούργιου συμβολαίου (Καινή Διαθήκη) που εσύναψε ο Ναζωραίος με τον πεπτωκότα κόσμο. Η κληρονομιά των ελληνομαθών Πατέρων του 3ου και 4ου αιώνα έκαμε αυτή τη συμβάδιση κράμα διηνεκές. Ωστόσο, η Ορθοδοξία δεν είναι και δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους Έλληνες. Έχουμε τη θεία δωρεά να ακούμε τα πρωτότυπα καινοδιαθηκικά κείμενα στη μητρική μας γλώσσα, όμως το Ευαγγέλιο δεν εγράφη αποκλειστικά για εμάς ώστε προστατεύοντας την ευαγγελικώς θρησκεύουσα ελληνική κοινωνία από μη Έλληνες, από μη χριστιανούς, να περιορίζουμε την οικουμενική διάσταση του ευαγγελικού κηρύγματος στους εαυτούς μας. Μή γένοιτο.

Πολύ περισσότερο όταν το ίδιο το Ευαγγέλιο έχει μέσα του τη δυναμική της εξάπλωσης και την επαγγελία των εσχάτων. Ας το δούμε διαφορετικά. Εφόσον είμαστε, εμείς, η κιβωτός της αναλλοτριώτου αληθείας, ράθυμοι στον ευαγγελισμό των λαών (γιατί αλήθεια με πόσο ζήλο εξαπολυόμαστε στα πέρατα της Οικουμένης να ευαγγελίσουμε το φως στις χώρες του πνευματικού σκότους και της άγνοιας) έφερε ο Χριστός κατά κύματα τα έθνη μέσα στα πόδια μας ώστε να κάνουμε αντί εξωτερική, εσωτερική ιεραποστολή.

Τι δέον γενέσθαι; Παρατηρώντας στους κεντρικούς δρόμους, στους σταθμούς του μετρό, στις πλατείες, τους άλλους χιλιοδύσμοιρους πλανεμένους 'ιεραποστόλους' των σεκτών, των αιρέσεων και των εταιρειών να μοιράζουν τα παγιδευτικά για την ψυχή φυλλάδιά τους σε ψυχές που διψούν για το φως, αντιλαμβάνομαι ότι εκεί βρίσκεται η αποστολή μας και το έργο μας.

Μας κληροδότησε το εκπαιδευτικό σύστημα μία γενιά ανέργων θεολόγων. Ανθρώπων με όραμα και ελπίδα να κηρύξουν Χριστό επί των δωμάτων (στα σχολεία μας). Ας μην τους αφήσουμε άπραγους. Ας τους εκπαιδεύσουμε στις γλώσσες της Πεντηκοστής. Στα farsi, στα πακιστανικά, στα μπαγκλαντεσιανά, στις γλώσσες των μεγάλων μεταναστευτικών ομάδων που παροικούν στη 'νέα Ιερουσαλήμ'. Ακόμη-ακόμη στα τουρκικά, προβλέποντας μία εκτεταμένη είσοδο τουρκικού στοιχείου στη χώρα, με την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε., μετά από μία δεκαετία-δεκαπενταετία. Και ας τους εξαπολύσουμε να κηρύξουν το κήρυγμα των Αποστόλων. Να γίνουν κατηχητές με την αρχαία πρωτοχριστιανική έννοια κι εμείς από φοβικοί και προστατευτικοί να γίνουμε εξωστρεφείς, μαχητικοί και φωτιστικοί.

Δεν έχει να χάσει η Ορθοδοξία όταν βγαίνει προς τα έξω. Επειδή είναι το φως. Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν το καταλαμβάνει. Αλλ'όμως, πάλι, εάν το φως κρυφθεί, μαζί κρύβεται και η ελπίδα για ένα καινούργιο κόσμο, τον κόσμο του Θεού. Τότε, οι φύλακες του φωτός κρίνονται και κατακρίνονται, επειδή κράτησαν για τον εαυτό τους το φως, ενώ τους δόθηκε για να το συντηρούν με έλαιο αλλ' όχι να το ιδιοποιούνται.

Για τούτο, ας παραμείνουμε φωτοδότες κι ας δούμε τους ευλογημένους μετανάστες ως κατηχουμένους και ως ερχομένους προς το φώτισμα.