Χθὲς ψάχναμε τὸν ὕπνο στὴ γραμμὴ
καθὼς τρέχαμε πρὸς Θεσσαλονίκη.
Δὲν βρήκαμε μανούλα μου ἀφορμὴ
νὰ ποῦμε 'καληνύχτα' τρυφερή.
Ἀργά, κι ἤτανε Καθαρὰ Τρίτη.
Χθὲς σὲ λαχτάρησα μανούλα μου γλυκειὰ
πού'φτασε ὁ συριγμὸς ὡς καὶ τ'αὐτιά σου.
Ἐγὼ εἶδα τὸ φῶς σὰ σκοτεινιὰ
κι ἐσένα σπάραξ' ἡ καρδιά σου.
Δὲν πρόκαμα στὴν πόλη ν'ἀνεβῶ
κι ἄς ἔτρεχα καὶ μὲ διακόσια
γιατὶ μὲ ζήλεψε τὸ χόρτο τ'ἀκριβό,
τὴ γῆ σκεπάζει,
τώρα μ'ἀγκαλιάζει, ἔχεις δυὸ γρόσια;
Δυὸ γρόσια μοῦ ζητάει κι ἀλυχτᾶ
ὁ μαῦρος τοῦ κατώκοσμου ὁ ἀφέντης.
Μανούλα, αὐτὴ τὴν Πασχαλιὰ
φόρα λευκὰ νὰ φουρκιστεῖ ποὺ φέγγεις.
* τιμητικὴ διάκριση στοὺς 38ους Δελφικοὺς Ἀγῶνες Ποίησης