Τι κι αν η Αθήνα έχασε τη δόξα
και της σοφίας παρήλθε ο καιρός,
στο μάρμαρο που χάραζε ο Φειδίας
σεβάσμιος τώρα φέγγει ένας σταυρός.
Δεν σε φοβούνται Παλλάδα οι ιερωμένοι
του Ναζωραίου, ούτε βδελύσσονται οι πιστοί
γιατί παρθένο σε ονομάζανε οι αρχαίοι,
Παρθένος τώρα στο ναό σου κατοικεί.
Το άγαλμά σου πήγε εις την Πόλι
κι έμεινε χωρίς είδωλο ο ναός.
και τι μ'αυτό; μήπως θωρούσε
τη λευκή σου μπόλια
ποτέ ο Αθηναϊκός λαός;
Γύρω-τριγύρω φέρναν το μνημείο
μα ήταν για τους λίγους η χαρά
ν΄αντιφεγγίσει στο νερό το άγαλμά σου,
η λόγχη, η ασπίδα, η θωριά.
Μα τώρα όλοι προσπερνούνε τους Τιτάνες,
τους Γίγαντες, το Δία, τους ιππείς,
και δεν ακούονται πια παιάνες,
ψάλματα όμως βγαίνουν απ'τη γης.
Αχνόφεγγο τη νύχτα πια φωτίζει
ελαιοκάντηλο μικρό
και ο Μιχαήλ Χωνιάτης αντικρύζει
Παρθένο, απ΄τα Προπύλαια θαρρώ.
Χρυσή Παλλάδα, ταπεινή Παρθένος,
αγγίξατε τα μάρμαρα αυτά.
θά'ρθει, αλλί, καιρός που θα λογιούνται
άγγιχτα είδη μουσειακά.
και της σοφίας παρήλθε ο καιρός,
στο μάρμαρο που χάραζε ο Φειδίας
σεβάσμιος τώρα φέγγει ένας σταυρός.
Δεν σε φοβούνται Παλλάδα οι ιερωμένοι
του Ναζωραίου, ούτε βδελύσσονται οι πιστοί
γιατί παρθένο σε ονομάζανε οι αρχαίοι,
Παρθένος τώρα στο ναό σου κατοικεί.
Το άγαλμά σου πήγε εις την Πόλι
κι έμεινε χωρίς είδωλο ο ναός.
και τι μ'αυτό; μήπως θωρούσε
τη λευκή σου μπόλια
ποτέ ο Αθηναϊκός λαός;
Γύρω-τριγύρω φέρναν το μνημείο
μα ήταν για τους λίγους η χαρά
ν΄αντιφεγγίσει στο νερό το άγαλμά σου,
η λόγχη, η ασπίδα, η θωριά.
Μα τώρα όλοι προσπερνούνε τους Τιτάνες,
τους Γίγαντες, το Δία, τους ιππείς,
και δεν ακούονται πια παιάνες,
ψάλματα όμως βγαίνουν απ'τη γης.
Αχνόφεγγο τη νύχτα πια φωτίζει
ελαιοκάντηλο μικρό
και ο Μιχαήλ Χωνιάτης αντικρύζει
Παρθένο, απ΄τα Προπύλαια θαρρώ.
Χρυσή Παλλάδα, ταπεινή Παρθένος,
αγγίξατε τα μάρμαρα αυτά.
θά'ρθει, αλλί, καιρός που θα λογιούνται
άγγιχτα είδη μουσειακά.