Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

γιὰ τὸ Στυλιανὸ Παπαδόπουλο


Ξημέρωνε ὁ Θιὸς τὴν Κυριακὴ

κι ἦταν τοῦ Καλυβίτου

καὶ τ’ἄλλου τοῦ ὑπερθαύμαστου

τοῦ Παύλου τοῦ Θηβαίου



κι ἐσὺ ἤσουν στὴν ἐντατικὴ

καὶ ἄχνιζε ἡ πνοή σου

ἀπὸ δροσιὰ δακρυϊκὴ

κι ἀπὸ φωτιὰ τοῦ Πόντου.



Τότε δὲν τὸ ἐννόησα

γιατί ‘ρθαν οἱ ἀββάδες

σιμὰ νὰ παραστέκουνε

στὴν ὅσια ἐξοδό σου.



Πρῶτα γιὰ τὸ Βασίλειο

περίμενα τὸ μέγα

ποὺ τόσο τὸν ἐπαίνευες

γι’ αὐτὴ τὴ φρονιμάδα

                                      

να ΄ρθει καὶ νὰ σταθεῖ ὀμπρὸς

στοὺς τελωνοεισπράκτες

καὶ μὲ θωριὰ θαμβωτικὴ

μακρυὰ νὰ τσ’ ἀποστήσει.



Κι ὕστερα ἐσκεπτόμουνα

μήπως ὁ μικροΰψιος

ὁ μέγας Ἀθανάσιος,

ὁ στύλος τῆς Νικαίας



ἔρθει εὐαγγελικὰ

μ’ ἀλεξανδρὸ καράβι

καὶ τὴν ψυχή σου ἄγγιχτη

ἐκεῖ διαπορθμεύσει.



Ἀκόμα λογιζόμουνα

μες στὸ λευκὸ Γενάρη

τὸν πληγωμένο ἀετὸ

τὸ θεῖο Θεολόγο



τὶς πτέρυγές του ν’ ἁπλωθεῖ

τὴν κλίνη σου ν΄ἀρπάξει

κι ἀμέριμνο τῆς κλίμακας

στ΄ ἄκριο βῆμα τοῦ Χριστοῦ,

ἐκεῖ νὰ σὲ προσάξει.





Κι ἄν ἴσως ὁ χρυσόγλωσσος,

κι ἄν ἴσως ὁ Ἰωάννης,

ὑπέρπυρον, ἀντίδωρον χάριν Πατρολογίας,

τῶ ζυγῶ προσεκόμιζε

τὶς ὁ καταλαλών σου;



Μά οἱ ἀββάδες ἤρθασι

κι εὐλαβικὰ ὑπομέναν

τὸ χρόνο τῆς ἀπαντοχῆς

μὲ μελισσὸ νὰ κλείσουν.



Γιατὶ κρατοῦσες στὸ ζερβὶ

κερὶ μὲ σταυροφόρι

καὶ στὸ δεξὶ κρεμόντανε

χιλιάρι κομποσκοίνι



μήπως καὶ ἐπρολάβαινες

χίλιες εὐχὲς νὰ εἴπης

ποὺ στὰ στερνὰ καὶ ταπεινὰ

Γεράσιμος ἐκάρης.          



Χάρης Βεριτάς