Κερκόδρομε που άφησες και διάβηκε
το χθαμαλό της φιλαργυρίας πάθος
την κέδρινη πορτάρα μου σαν θώριασε
εσάστισε, μα δεν είχε κάμει λάθος.
Ζητούσα της ματιάς του το ιλαρό θώπευμα
και πίσω από το κλειδόνι κι αν στεκόμουν
παρακαλούσα τ'ασημί φιδίσιο δέρας του
δικό μου να γινότανε, όλο δικό μου.
Και τάχα μου ξανοίγοντας ότι έφυγε
αμέριμνος σύρω το πορτόνι
κι αυτό στεκόταν όρθιο και με θώριαγε
και μου ΄λεγε: 'με θες; εγώ σε θέλω, φίλε Αντώνη.'
Και φίλοι εγινήκαμε αχώριστοι
αυτό το δείλι, εγώ κι εκείνο
κι ήτανε το πιοτί του ασύγκριτο
σαν να'πινα μοσχοκαρφισμένον οίνο.
Ασήμι όλο γέμισε τον τόπο μου,
τα ρούχα, τα μαλλιά και την καρδιά μου
μ'αυτό ξυπνούσα αν κοιμόμουν, κι όλο αχόρταγα
απ΄αυτό ρουφούσα τον αστείρευτο έρωτά μου.
Δεν ήθελα να φάω, να πιω δεν ήθελα
αυτό με βοηθούσε να ξεχάσω
του κόσμου απέξω τη ζωή τη μίζερη
τη φτώχεια, την κακομοιριά, και να σωπάσω.
Στα ογδόντα μου πια όταν με βρήκανε
τ'ανήψια, πέντε μέρες πεθαμένο
μ'ασημένια κάρφια με κασώσανε
και μ'έχουν όλοι τώρα ξεχασμένο.