Ενώ προσεγγίζομε τη Γέννηση του Σωτήρα και νοητά οδεύομε προς τη Βηθλεέμ και τον τόπο όπου θέλησε ο Κύριος να σαρκωθεί και να λάβει το ανθρώπινο πρόσλημα, έρχεται από τους τόπους αυτούς μία ζύμη η οποία κατακλύζει τους Αθηναίους πιστούς πολλαπλασιαζόμενη ανάμεσα τους με ταχύτητα θαυμαστή.
Το ζήτημα δεν θα μας απασχολούσε, αν δεν δεχόμασταν την απορία αρκετών πιστών περί της εξ Ιερουσαλήμ ζύμης, η οποία συνοδεύεται από οδηγίες παρασκευής, διάδοσης και κατάλυσής της, και δεν είχαμε να απαντήσομε στο εύλογο ερώτημα όσων ήρθαν σε επαφή με αυτήν εάν έχει εκκλησιαστική προέλευση και τι οφείλουν να πράξουν. Ο παρών χώρος μας δίνει την ευκαιρία να αναπτύξομε επ΄ ολίγων το ζήτημα.
Κατά πρώτον, η προέλευση της ζύμης, είτε οποιοδήποτε άλλου υλικού εξ Ιερουσαλήμ δεν εξαγιάζει αυτό το ίδιο το υλικό. Η Εκκλησία μας έχει τρόπους να εγγυάται την αυθεντικότητα των μυστηρίων Της και των αγίων Της. Ένα ζυμάρι το οποίο φτάνει στα χέρια μας από έναν φίλο ή συγγενή, περνώντας από μια αλυσίδα χεριών, δεν φέρει εγγύηση για την προέλευσή του. Συχνά η πηγή της διάδοσης αυτού του υλικού είναι μία απλοϊκή και θρησκεύουσα ψυχή, η οποία χρησιμοποιεί το όνομα ενός αγίου, ενός προσκυνήματος είτε ο,τιδήποτε άλλου θεωρεί ότι ευλαβούνται οι πιστοί για να μεταδώσει ένα μήνυμα. Άλλοτε, φοβούμενη αυτή η ψυχή πως το μήνυμα θα παραπέσει, το συνοδεύει με κατάρες και φόβητρα για όποιον δεν εκτελέσει τη συνταγογραφία, η οποία πάντοτε απαιτεί διάδοση του κειμένου. Στην περίπτωση της ζύμης, το κείμενο, στο οποίο βρίσκεται και η ουσία της πληροφορίας, συνοδεύεται και από την ζύμη.
Δεύτερον. Η πληροφορία την οποία μεταφέρει η συνταγή, από μία πρώτη εντύπωση που λάβαμε, θέλει να υποκαταστήσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τα συστατικά της ζύμης, η κλάση της με το χέρι και όχι με μαχαίρι που παραπέμπει στην κλάση του άρτου από τον Χριστό κατά τον Μυστικό Δείπνο, η γλυκειά γεύση που παίρνει από τη ζάχαρη της συνταγής σε αντίθεση με το άλας το οποίο βάζομε στο πρόσφορο, η κοπή σε τέσσερα μέρη που εικονίζει τον κόσμο, η τελετουργία των ημερών της ανάπτυξης της ζύμης που έχει αναφορά στο μυστήριο του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου, όλα αυτά ζητούν να υποκαταστήσουν το αληθινό μυστήριο της βρώσεως του Σώματος του Κυρίου. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε υποπίπτουμε στην πλάνη ότι η χαρά και η ευτυχία την οποία επαγγέλλεται η συνταγή προέρχονται από την βρώση της ζύμης και όχι από την συμμετοχή στα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Εδώ είναι το αξιοθαύμαστο. Μέτοχοι αυτής της ζύμης μπορούν να είναι όλοι, ανεξαιρέτως πνευματικής προετοιμασίας και το αποτέλεσμα θεωρείται εγγυημένο για όλους. Ποιος δεν θα ήθελε με τον λίγο κόπο της ζύμωσης ενός ζυμαριού να εξασφαλίσει την οικογενειακή ευτυχία; Γι΄αυτό και πολλοί οι οποίοι δεν μπαίνουν στον κόπο να ζυμώσουν ένα πρόσφορο για την οικογένειά τους και να το προσφέρουν στον Κύριο κατά την προσκομιδή της Θείας Ευχαριστίας, με ευκολία έσπευσαν να ζυμώσουν αυτή τη ζύμη, τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια τις υποδείξεις της συνταγής.
Πίστευσαν δηλαδή, αφελώς, ότι μπορεί να εξαναγκαστούν τα πράγματα και οι συνθήκες με μία τελετουργία που προσομοιάζει στην εκκλησιαστική πρακτική. Μπορεί όμως ο Θεός να εξαναγκαστεί να αγιάσει μία μη εκκλησιαστική πράξη; Όταν ο Ίδιος έδωσε την εξουσία στους Μαθητές και Αποστόλους Του να λύνουν και να δένουν αμαρτίες και με την επίκληση τους να κατεβάζουν το Άγιο Πνεύμα στη γη και να καθαγιάζουν τον άρτο και τον οίνο μεταβάλλοντάς τα σε Σώμα Του και Αίμα Του, εξαγίασε αυτόν τον τρόπο προσφοράς της αναίμακτης θυσίας. Τα συστατικά στοιχεία που οφείλουν να είναι παρόντα είναι ο άρτος, ο οίνος και το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο μόνο η Εκκλησία μπορεί να καυχηθεί ότι κατέχει. Το δε Άγιο Πνεύμα, καθαγιάζει τα Τίμια Δώρα, όμως αυτά δεν δρουν μαγικά στους μετέχοντες στην Θεία Ευχαριστία. Για μεν τους διακρίνοντες είναι ζωή, για δε τους μη διακρίνοντες είναι φωτιά. Τα δώρα του Πνεύματος είναι ποικίλα, το κύριο όμως είναι η ένωση με τον Κύριο και τα υπόλοιπα παρεπόμενά της. Όμως, αυτή η ένωση έρχεται ως κορύφωμα ενός πνευματικού αγώνα ένωσης με τον Χριστό και ως στεφάνωμα της νίκης κατά του διαβόλου και των πειρασμών που σπέρνει στο διάβα μας.
Αντίθετα, η γεύση του προϊόντος της ζύμης αποτελεί μία άκοπη υποκλοπή της χαράς και της ευτυχίας, η οποία βέβαια δεν διαρκεί πολύ. Θυμίζει τα Rolex ή τις χρυσές καδένες που πωλούνται στους δρόμους από πλανόδιους οι οποίοι διατείνονται ότι είναι κλοπιμαία και γι’αυτό τα ‘σκοτώνουν’ σε εξευτελιστική τιμή. Αν τους πιστεύσομε θα βρεθούμε με ένα μπακιρένιο θησαυρό στο χέρι και κάποια ευρώπουλα λιγότερα στο πορτοφόλι. Δυστυχώς πληρώνομε την ευπιστία της ‘ευκαιρίας της στιγμής’ συνήθως ακριβά.
‘Τι έχομε να χάσομε’ θα πει κανείς αν δώσομε βάση σ’αυτή την αλυσίδα της ζύμης; Το λιγότερο που έχομε να χάσομε είναι η διάκριση του πνευματικού από το άμοιρο πνεύματος και του εκκλησιαστικού από το παρα-εκκλησιαστικό. Το περισσότερο είναι να χάσομε τη χάρη του Θεού αναζητώντας την εκεί που δεν υπάρχει και να διαμορφώσομε μια μαγική αντίληψη περί σωτηρίας, σταματώντας τον αγώνα μας και βασίζοντας την ελπίδα μας σε ανθρώπινα πλάσματα αντί στον Κτίστη και Δημιουργό μας. Το αποτέλεσμα της απογοήτευσης, όταν πλέον θα λάμψει η αλήθεια, είναι πάντοτε τραγικό για εκείνον που έδωσε πίστη σε ανθρώπινα κατασκευάσματα τα οποία δεν μπορούν να σώσουν.
Πώς οφείλομε να συμπεριφερθούμε απέναντι στην επαγγελλόμενη πολλά ζύμη; Απαξιώνοντάς την. Να μην της δώσομε περισσότερη σημασία από την πρέπουσα, ότι είναι δηλαδή το προϊόν ενός θρησκόληπτου ανθρώπου ο οποίος με την ιδέα αυτή θέλει να ενώσει τον κόσμο με ένα ζυμάρι δικής του κατασκευής και να λάβει έτσι τη χαρά ότι ‘ιερουργεί’ ένα μυστήριο, παράλληλο με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όσο διαδίδεται η ζύμη, τόσο η ψυχή αυτή θεωρεί ότι ‘αυτοκαταξιώνεται’, στην ουσία όμως κολάζεται χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει. Διακόπτοντας την αλυσίδα της δίνομε ελπίδα να την ελεήσει ο Θεός και να συγχωρήσει την αφέλειά της.