Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ




Η πρόσφατη δικαστική περιπέτεια για την αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου από τους τοίχους των σχολείων της Ιταλίας έφερε στο προσκήνιο το θέμα της σχέσης κράτους και θρησκευτικών συμβόλων, όχι μόνο στη γείτονα χώρα, η οποία υπεραμύνθηκε αυτής της πρακτικής όμως, δυστυχώς, καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και στη χώρα μας όπου ευκαίρως-ακαίρως υψώνονται 'προοδευτικές' φωνές από τον αρνησίθρησκο πολιτευτικό χώρο.

Ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, μία ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης κυρίως, δεν είναι θεσπισμένος σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Όλα, δεχόμενα τη χάρτα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη είναι ανεξίθρησκα, όμως η ανεξιθρησκεία τους εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους: άλλα δέχονται και στηρίζουν μία συγκεκριμένη ομολογία πίστεως και την εκκλησιαστική ιεραρχία που την εκφράζει, άλλα είναι θρησκευτικά αδιάφορα και άλλα είναι κοσμικά, δηλαδή αποκρούουν τον οιονδήποτε θρησκευτικό χρωματισμό των κρατικών λειτουργιών.

Η υποχρεωτική εκκοσμίκευση μιας χώρας δεν είναι, κατ' εμέ, η δημοκρατικότερη μορφή πολιτεύματος. Το κράτος οφείλει να είναι αμερόληπτο απέναντι στους πολίτες του όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους και τις παροχές προς αυτούς, όμως το κράτος δεν ταυτίζεται με το δήμο, την κοινότητα, είναι και οφείλει να είναι μία διοικητική μηχανή. Οι πολίτες εξάλλου δεν είναι στελέχη του κράτους, είναι μέλη μιας πόλης, ενός δήμου, μιας κοινότητας, οι οποίες δυνατόν να έχουν μεταξύ τους διαφορετικό θρησκευτικό-εθμικό χρωματισμό, προστατευόμενο ωστόσο από το κράτος.

Στην κοινότητα, λοιπόν, ανήκει και η εκπαίδευση. Η γλώσσα στην οποία θα γίνεται η διδασκαλία, τα επιπλέον διδασκόμενα αντικείμενα, η άσκηση της θρησκευτικής πίστης των διδασκόντων και των διδασκομένων πιθανόν να ποικίλει και οφείλει το κράτος να το σεβαστεί αυτό. Η αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας δεν μπορεί να είναι παράγοντας ισχυρότερος του σεβασμού της βούλησης της κοινότητας. Διαφορετικά ο κοσμικός κρατισμός γίνεται εχθρικός προς τον πολίτη. Αντί να του εμπνέει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια τού δημιουργεί ένα αίσθημα περιορισμού και απόρριψης. Δεν μπορεί ο πολίτης να νοιώθει ξένος στον τόπο του, ειδικά όταν είναι αυτόχθων, χάριν της πολυπολιτισμικότητας. Ο αποχρωματισμός και η προσπάθεια α-θρησκευτικής ομογενοποίησης των πολιτών δεν είναι δείγμα σεβασμού της ανεξιθρησκείας αλλά επιβολής μιας α-θρησκείας, ώστε πίσω από τέτοια βουλεύματα να μην βρίσκονται οι ανεκτικοί της θρησκευτικότητας του άλλου αλλά οι επιβολείς μιας συστηματικής αντιθεϊας.

Ας πάμε τώρα στην πολεμική κατά του συμβόλου του σταυρού και του Εσταυρωμένου. Ο θρησκευτικά αδιάφορος, είτε άθρησκος, βλέπει τον Εσταυρωμένο όπως ο χριστιανός βλέπει μία σούρα/στίχο του Κορανίου καλλιτεχνικά γραμμένο και ανηρτημένο σε έναν τοίχο. Δεν τον αγγίζει αλλά ούτε και τον ενοχλεί επειδή είναι απαθής προς Αυτόν. Ο αντίθεος όμως και άρα μη πραγματικά ανεξίθρησκος ενοχλείται από τη θέα του Εσταυρωμένου γιατί τον ελέγχει για την αντιθεϊα του. Τα σύμβολα, είναι γενικά παραδεκτό, δεν έχουν αφ' εαυτών κάποια δύναμη. Συμβάλλουν, δηλαδή βοηθούν στην κατανόηση του συμβολιζομένου, απαραίτητα όμως πρέπει να νοηματοδοτηθούν γιατί α-νόητα σύμβολα δεν υπάρχουν.

Το σύμβολο του σταυρού πρωτοκαθιερώνεται κατόπιν θείας υπόδειξης από τον Μ. Κωνσταντίνο ως νικηφόρο πολεμικό σύμβολο. Σε έναν ανάμικτο ειδωλολατρικό και χριστιανικό στρατό ο σταυρός και τα γράμματα ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ γίνονται σύμβολο θεϊκής επισκίασης του βασιλέα και του στρατεύματός του. Πολύ αργότερα τα χριστιανικά εθνικά κράτη θα υιοθετήσουν το σταυρό στις πολεμικές τους σημαίες ως αντίστοιχο αλεξιτήριο και νικητήριο σύμβολο. Οι πολεμικές σημαίες, θα γίνουν σύμβολα του έθνους ώστε να έχουμε ένα σύμβολο (σταυρός) επάνω σε ένα άλλο σύμβολο (σημαία).

Ο Εσταυρωμένος ειδικότερα, είναι περίπυστο σύμβολο του ΡωμαιοΚαθολικισμού ώστε να εισέλθει σε όλους τους χώρους όπου επιτελείται έργο που έχει αναφορά με το Θεό και τη θεία πρόνοια. Στα δικαστήρια ο Εσταυρωμένος συμβολίζει τη θεία δικαιοσύνη την οποία οφείλουν όλοι οι συμμετέχοντες στη δικαστική διαδικασία να έχουν κατά νου κατά τη απόδοση δικαιοσύνης. Στα σχολεία ο Εσταυρωμένος συμβολίζει το θείο φωτισμό τον οποίο οφείλουν να επιζητούν όλοι όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στα νοσοκομεία συμβολίζει την όντως ζωή, τη θυσία και τη θεία παρηγορία.

Αντίστοιχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία το συμβολισμό της θείας παρουσίας τον παρέχουν οι εικόνες του Κυρίου και της Κυρίας Θεοτόκου. Η εικόνα του Κυρίου συμβολίζει τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, η δε εικόνα της Θεοτόκου, πάντοτε βρεφοκρατούσα, συμβολίζει εκείνη διά της οποίας ήρθε ο Σωτήρας στη γη. Οι ορθόδοξες εικόνες, ειδικότερα, δεν είναι μόνο σύμβολα του χριστιανικού κόσμου αλλά γίνονται αποδεκτές και από το μουσουλμανικό κόσμο με άλλη νοηματοδοσία. Ο Χριστός γίνεται αποδεκτός ως ο προφήτης Ισά (Ιησούς) ενώ ο Εσταυρωμένος δεν γίνεται αποδεκτός επειδή κατά το Κοράνιο ο Ισά δεν σταυρώθηκε ποτέ. Η εικόνα της Θεοτόκου γίνεται δεκτή ως εικονίζουσα την Μέριαμ, τη μητέρα του Ισά. Τελευταία, μάλιστα, ανεγείρεται τζαμί στο Ντιγιάρμπακιρ (βλ. ένθετη φωτογραφία) προς τιμήν του προφήτη Ισά Χριστού. Μπορεί το τελευταίο να αποτελεί έντεχνη προσηλυτιστική μουσουλμανική τακτική, είναι όμως ενδεικτική της αποδοχής του προσώπου του Ιησού από τη μουσουλμανική κοινότητα.

Ώστε, οι φωνές που ζητούν την έξωση των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας από τις σχολικές αίθουσες να μην κήδονται, στην πραγματικότητα, τη διαφορετικότητα της πίστης των μη χριστιανόπαιδων μαθητών αλλά ν'αντιμάχονται με απολυταρχικό τρόπο τη χριστιανικότητα της ελληνικής κοινωνίας.