Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ


Πετώντας έξω από τα παράθυρα των ηλικιωμένων πολυκατοικιών της Αθήνας, έξω από τα παράθυρα νοσοκομείων και ιδρυμάτων, κοιτώντας στους καναπέδες τους και στα μισοστρωμένα γιατάκια τα γεροντάκια τα κουκουλωμένα με τις ρόμπες και τα κασκόλ μια πανομοιότυπη εικόνα προβάλλει.
            Στην παγωνιά της μοναξιάς, στο μισοσκόταδο, ένα φως αυξομειώνεται σε γρήγορους ρυθμούς κρατώντας τους συντροφιά. Το φως μιλά, ο άνθρωπος σιγά. Το φως γελά, κλαίει, φωνάζει, αλυχτά, ο άνθρωπος βουβός το παρατηρεί. Κι αυτή η μονόδρομη επικοινωνία λέγεται συντροφιά στη μοναξιά.
            Μιλάμε βέβαια για την εφεύρεση του 20ού αιώνα που έμελλε να αντικαταστήσει τις νταντάδες, τους δασκάλους και τους φίλους. Μιλάμε για την φιλενάδα που είναι πάντοτε διαθέσιμη 24 ώρες το 24ωρο και πάντοτε για να μιλήσει, ποτέ της για να ακούσει.
            Αποσπά την προσοχή μας, κάποτε κάποτε μας καθηλώνει σε ένα καναπέ και λέγεται ‘τηλεόραση’. Ειδικά, η εφεύρεσή της θεωρείται ανέξοδο αντίδοτο στη μοναξιά. Είναι όμως;
            Τι είναι μοναξιά; Μοναξιά δεν είναι η μοναχικότητα. Μοναξιά είναι η αίσθηση ενός εσωτερικού ελλείμματος που μας δημιουργεί η απόρριψη ή αδιαφορία των άλλων. Ενώ κάποιοι λίγοι αναζητούν στιγμές μοναχικότητας, στιγμές ησυχίας από την παραζάλη της φωνασκίας των άλλων, οι περισσότεροι υπόλοιποι ζουν σε ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτε, σε ένα σκοτάδι όπου το μόνο ελπιζόμενο φως δεν υπόσχεται  να έρθει απ΄ έξω, ίσως δεν υπόσχεται να έρθει καθόλου.
            Η μοναξιά είναι εν τέλει μια κατάσταση κόλασης, όπου δεν χαιρόμαστε για τον ήλιο που ανατέλλει και δεν ελπίζουμε για τη μέρα που θα ΄ρθεί. Η μοναξιά είναι ανέλπιδη έως απέλπιδη. Ο λόγος; Μας χρεώνεται μιας και όλοι μας θεωρούν υπαίτιους της μοναξιάς μας και ακόμη χειρότερα άξιούς της.
            Αν και η μοναξιά κατ΄ ουσίαν δεν έχει να κάνει με το πόσες ώρες περνάμε μόνοι μας, γιατί μπορεί τα 2/3 του εικοσιτετραώρου μας να είναι γεμάτα με παραγωγική εργασία και επικοινωνία αλλά η νύχτα, το υπόλοιπο 1/3 να μοιάζει ατέλειωτο, ωστόσο, έχουμε μάθει να την μετρούμε και αυτή με το ρολόι.
            Τις ώρες αυτές τις δύσκολες, όπου το ενδιαφέρον των άλλων έχει κλείσει για εμάς, μας προσφέρεται ως πασατέμπος (περνώ τον καιρό) η τηλεόραση.
            Μας ναρκώνει αλλά πολύ περισσότερο μας γεμίζει αυτές τις άδειες ώρες, για να ξεχνάμε ότι είναι άδειες και ανούσιες. Το κακό είναι ότι γεμίζει με τον ίδιο τρόπο και τις ώρες εκείνων που θα μπορούσαν, αν δεν υπήρχε τηλεόραση, να ενδιαφερθούν για μας, να μας τηλεφωνήσουν, να περάσουν από το σπίτι, να μας σκεφθούν αν ζούμε ή αν πεθάναμε.
            Με αυτό τον τρόπο η τηλεόραση λειτουργεί μονωτικά, δεν αφήνει να βραχυκυκλωθούμε αλλά δεν αφήνει και να δικτυωθούμε. Η νέα γενιά, κι αυτή μοναχική, και μάλιστα καθ’ υπερβολήν, επειδή νοιώθει τη μοναξιά ήδη από την εφηβεία της, ζει σε ένα άλλο παραλογισμό. Ενώ έχει υπέρμετρη άνεση επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου με όλη την υφήλιο αισθάνεται τη μοναξιά της στην έλλειψη της μοναδικότητας. Αυτή τη στιγμή η προσοχή κάποιου είναι στραμμένη σε μας, όμως σε άγνωστο χρόνο θα μας εγκαταλείψει για να απαντήσει σε άλλο φίλο που τον καλεί ιντερνετικά. Κι έτσι θα βρεθούμε να παλεύουμε στη θάλασσα της επικοινωνίας αναζητώντας μια άλλη βάρκα με πανιά.
            Κατά πόσο η τεχνολογία, ένας δερμάτινος χιτώνας κι αυτός, έχει αποκρύψει το ξεφάντωμα της μοναξιάς στις σύγχρονες ανθρώπινες υπάρξεις; Κατά πόσο ο εθισμός σ’αυτό το καταπραϋντικό θα μας ωθούσε να πληρώσουμε για να μην το στερηθούμε;
            Αν οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι καταφατικές, τότε βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Σβήνουμε τον πόνο με κρασί αλλά δεν θεραπεύουμε τη νόσο. Το πρώτο βήμα είναι να το φωνάξουμε. ‘ΝΟΙΩΘΩ ΜΟΝΑΞΙΑ’. Θα ξαφνιαστούμε πόσοι άλλοι άνθρωποι θα αντιφωνήσουν: ‘ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΙΔΙΟ᾿. Το δεύτερο βήμα είναι αντί να ζητούμε τη συντροφιά των άλλων, να προσφέρουμε εμείς συντροφιά σ΄αυτούς που δηλώνουν που ζουν την κόλαση της μοναξιάς. Δεν είναι η μοναξιά μεταδοτική ασθένεια. Δεν θα κολλήσουμε ‘μοναξιά’ αν επικοινωνήσουμε με ένα μοναχικό άτομο. Το χρόνο, την αποδοχή και την αγάπη που θα του δείξουμε θα την εισπράξουμε κι εμείς. Κατ’ ουσίαν πιστώνουμε στον ουράνιο λογαριασμό και συγχρόνως εξαργυρώνουμε και στη γη. Σπάμε το κέλυφος του αυγού κι αφήνουμε το νεοσσό της ψυχής να αναθαρρήσει στο φως μας. Κι όλοι μαζί οι νεοσσοί σπάνε τη μοναξιά και ακυρώνουν την κόλαση.