Εκκινώντας από τους όρους που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος στην Α΄προς Κορινθίους επιστολή του για να δείξει το πώς της μετάβασης από τον σαρκικό/ψυχικό άνθρωπο στον πνευματικό, τον πνευματοφόρο, προσπαθούμε να κάνουμε μία ψυχολογική μάλλον και όχι θεολογική εκτίμηση των ανθρώπινων συμπεριφορών χρησιμοποιώντας τους τρεις αυτούς όρους.
Διευκρινίζουμε ότι στον απ. Παύλο οι όροι σαρκικός και ψυχικός είναι σχεδόν ταυτόσημοι, εμείς όμως εδώ θα τους νοηματοδοτήσουμε διαφορετικά.
Έτσι, σαρκικό θα νοούμε στο εξής τον άνθρωπο που έλκεται από την ύλη, είτε την φέρει στο σωματικό επίπεδο (σάρκα, σώμα) είτε περιβάλλεται απ’αυτή (τροφή, ένδυση, κατοικία, καταναλωτικά αγαθά).
Ο σαρκικός άνθρωπος, σύμφωνα με αυτή μας την κατηγοροποίηση είναι εκείνος που αφουγκράζεται αμέσως τις ζωϊκές του ανάγκες, τις ανάγκες επιβίωσης αλλά και τα πάθη του και σπεύδει να τα ικανοποιήσει. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, σαρκικός είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να εγκρατευτεί το τσιγάρο ή τον καφέ την Κυριακή πριν τη Θεία Κοινωνία, ή κατά την ώρα που τελείται το μυστήριο του βαπτίσματος και βγαίνει εκτός ναού για να καπνίσει. Σαρκικός είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να νηστεύσει το κρέας και γενικά τις ζωϊκές πρωτεϊνες την Τετάρτη και την Παρασκευή. Σαρκικός είναι ο άνθρωπος που φεύγει το βράδυ του Μ. Σαββάτου με το άκουσμα του ‘Χριστός Ανέστη’ για να γευτεί τα πασχαλινά εδέσματα και αδιαφορεί για την τελούμενη Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα.
Μια άλλη ομάδα ανθρώπων είναι οι ψυχικοί. Με τον όρο ψυχικό άνθρωπο θα νοήσουμε εκείνον που άγεται και φέρεται από το θυμισμό του. Ενθουσιάζεται εύκολα και παρακινεί και άλλους στη θρησκευτικότητα, αλλά το ίδιο εύκολα απογοητεύεται είτε ξεθυμαίνει ο ενθουσιασμός του και αποχωρεί κάνοντας θόρυβο. Ψυχικούς ανθρώπους θα βρούμε στους ναούς μας πολλούς, αλλά δεν μπορούμε να στηριχτούμε σε αυτούς επειδή με την ίδια ευκολία που θα υποσχεθούν αυτοπροαίρετα να βοηθήσουν στο πνευματικό έργο της ενορίας, επί παραδείγματι, με την ίδια ευκολία θα αποχωρήσουν κατηγορώντας μας είτε για προσωποληψία έναντι των άλλων συνεργατών στο έργο της ενορίας είτε για δημιουργία λανθασμένης εντύπωσης και παγίδευσή τους. Οι ψυχικοί άνθρωποι αφθονούν στις εκκλησιαστικές συνάξεις επειδή έχουν έντονο τον παρορμητισμό προς τα θεία, όμως δεν έχουν σταθερή σύναξη στην οποία να μετέχουν, ούτε σταθερό πνευματικό, ούτε σταθερή συμμετοχή στα μυστήρια.
Η τρίτη ομάδα είναι αυτή των πνευματικών ανθρώπων. Και εδώ ίσως παρεκκλίνουμε από την έννοια με την οποία χρησιμοποιεί το πνευματικός άνθρωπος ο απ. Παύλος θεωρώντας ως πνευματικούς όσους μπορούν να αδιαφορήσουν για τα κελεύσματα της φύσεως αλλά και τις οχλήσεις του ψυχισμού των και ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την προσευχή και την αδιάκοπη επικοινωνία με το Θεό. Είναι οι κλοσάρ της εκκλησιαστικής κοινωνίας με ενδύματα της περασμένης δεκαετίας ή και εικοσαετίας, οι οποίοι αποφεύγουν τους μεγάλους και άπλετα φωταγωγημένους ναούς, μιλούν ελάχιστα και περνούν απαρατήρητοι αφήνοντας τους άλλους να νομίζουν ότι χαζοφέρνουν, προστρέχουν δε κρυφά σε βοήθεια όσων έχουν ανάγκη. Αυτοί οι τελευταίοι, αν αντέξουν τη βουή των πόλεων, γίνονται γνωστοί μετά θάνατον. Είτε πάλι, αναχωρούν για την ησυχία σε μοναστικές κοινότητες.
Ανάμεσα στις αμιγείς αυτές κατηγορίες βρίσκονται οι μίξεις τους. Οι σαρκο-ψυχικοί, οι ψυχο-σαρκικοί, οι ψυχο-πνευματικοί και οι πνευματο-ψυχικοί με το πρώτο συνθετικό ως κυρίαρχο της προσωπικότητάς τους. Χάριν παραδείγματος, ας μας συγχωρέσει ο Κύριος την ανάλυση αυτών των χαρακτήρων με αναφορά σε γνωστά πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.
Σαρκοψυχικό θα λέγαμε τον πλούσιο νεανία του Ευαγγελίου. Ο θυμισμός του τον προτρέπει να ρωτήσει τον Κύριο τι να κάνει για να σωθεί, αλλά όταν λαμβάνει ως απάντηση το ‘πώλησον τα υπάρχοντά σου και διάδος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι’ τρέπεται εις τα οπίσω, στο σαρκικό (διάβαζε υλικό) φρόνημα και περιφρονεί την αποστολική κλήση. Βλέπουμε εδώ ότι ο Κύριος ο οποίος ‘πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν’ απευθύνει την κλήση της τελειότητας και σε όσους δεν είναι απηλλαγμένοι από το σαρκικό φρόνημα.
Ψυχοσαρκικό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Ιούδα Ισκαριώτη επειδή επιθυμούσε την επίγεια δόξα και εξουσία για τον Ιησού και τον εαυτό του, ο δε ενθουσιασμός του ήταν το ίδιο υπέρμετρος με την απογοήτευσή του και την απόγνωσή του. Ψυχοσαρκική είναι και η Μάρθα, η αδελφή του Λαζάρου, η οποία δεν μπορεί να ιεραρχήσει μέσα της τι είναι το δέον: να διακονήσει τους φιλοξενούμενους ή να ακούσει το λόγο του Ιησού. Ο Κύριος τη βοηθάει σε αυτό ανεβάζοντάς την στο σκαλοπάτι της Μαρίας η οποία είναι ψυχο-πνευματική.
Ψυχο-πνευματικός είναι κατ’εξοχήν ο απόστολος Πέτρος. Αγαπάει αληθινά αλλά και απαρνείται ολοκληρωτικά. Δέχεται το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και ομολογεί τη θεότητα του Κυρίου αλλά δοκιμάζει τον Κύριο ζητώντας Του να περπατήσει επάνω στα ύδατα με την προσταγή Του. Το έντονο ψυχικό του στοιχείο φαίνεται και στην προτροπή του προς το Χριστό να φτειάξουν τρεις σκηνές κατά τη Μεταμόρφωση, στην αποκοπή του αφτιού του δούλου του αρχιερέα, στην προδοσία αλλά και στην εγκατάλειψη της οικογένειάς του χάριν της αποστολικής κλήσης.
Αντίθετα, ο απόστολος Παύλος είναι μάλλον ψυχικός όταν ξεκινά τον αγώνα του κατά των χριστιανών. Φλέγεται από τον έντονο θυμισμό του για εξάλειψη της νέας ‘αίρεσης’ του Ναζωραίου, ενώ ο διδάσκαλός του Γαμαλιήλ, μάλλον ψυχο-πνευματικός αφήνει στο Θεό το περιθώριο να επιδείξει με την ανοχή Του και την επιβίωση τής νέας θρησκευτικής ομάδας το πόσο αυτή αληθεύει. Μετά την άρση του Παύλου στον τρίτο ουρανό, και τα επακολουθούντα ο τελευταίος γίνεται πνευματο-ψυχικός. Όταν λέει ότι βλέπει άλλο νόμο να αντιστρατεύεται μέσα του το πνευματικό θέλημα δεν εννοεί τον σαρκικό άνθρωπο, τον άνθρωπο των παθών, εφόσον υπήρξε πάντοτε ιδεολόγος και εγκρατής ως προς τα πάθη, αλλά τον άνθρωπο του θυμισμού, του ενθουσιασμού και των συναισθηματικών εκρήξεων, δηλαδή, τον ψυχικό, όπως τον νοηματοδοτήσαμε, άνθρωπο.
Οι παραπάνω κατηγορίες και οι συνδυασμοί τους προσφέρονται εδώ με το σκεπτικό της εσωτερικής αυτοεξέτασης. Μας βοηθάει κοιτώντας προς τα πίσω τη ζωή μας, είτε ακόμη και μία ημέρα της ζωής μας να διακρίνουμε τι άνθρωποι σταθήκαμε, με ποια κίνητρα σκεφτήκαμε και δράσαμε και κατά πόσον επιτελέσαμε το ζωϊκό μας θέλημα, κατά πόσον δράσαμε με ενθουσιασμό αλλά χωρίς ουσία, σταθερότητα και υπευθυνότητα είτε ακούσαμε μέσα μας τη φωνή του Θεού και παραθεωρήσαμε όλα τα άλλα χάριν αυτής. Είναι ακόμη ένας βοηθητικός κανόνας για τη μετάνοιά μας και την εξομολόγησή μας ώστε να διακρίνουμε πού πραγματικά στεκόμαστε, πού νομίζουμε ότι είμαστε και ποιο είναι το δέον, έχοντας κατά νου ότι ο Χριστός προσκαλεί όλους τους ανθρώπους στη σωτηρία σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
"Κατέρμπουρι" Τάδε έφη Σεραφείμ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα. Καλό μήνα!
ΑπάντησηΔιαγραφή