Λέξη οχληρή σε μέρες οικονομικής δυσπραγίας, ‘το χρέος’ θυμίζει σε όλους μας κατά πρώτον το εξωτερικό χρέος της χώρας εξαιτίας της έλλειψης νοικοκυροσύνης στα δημόσια οικονομικά της. Αποτελεί δε σχεδόν μονοδιάστατη πορεία της σκέψης το άκουσμα αυτής της λέξης. Κακώς και ως μη ώφελε. Επειδή το οικονομικό χρέος είναι άηθες και δυσαναπόδεικτο. Άηθες καθόσον ο πλούτος, ο οποίος το δημιουργεί, βρέθηκε σε χέρια ανθρώπινα που έμαθαν να τον συλλέγουν για να δανείζουν όσους δεν τον έχουν, υποδουλώνοντας ελευθερίες και συνειδήσεις επειδή, παρότι χριστιανοί, δεν άκουσαν το λόγο του Κυρίου ‘δανείζετε μηδέν απελπίζοντες’ (Λκ 6:35). Δυσαναπόδεικτο επειδή τα επιτόκια δανεισμού και οι χρεώσεις υπερβάλλουν το κεφάλαιο πολλές φορές καταχρηστικά και εξαντλητικά ώστε να μην οφείλει κανείς εκείνο ακριβώς που έλαβε αλλά το χρέος του να είναι αντιστρόφως ανάλογο της πιστοληπτικής του ικανότητας.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο χρέος, υψηλότερο και ουσιαστικότερο. Ένα χρέος για το οποίο θα λογοδοτήσουμε στον ουρανό παρότι εδώ στη γη προσμετράται από τις σύγχρονες κοινωνίες μικρό και μετακυλίεται στους κοινωνικούς φορείς. Είναι το χρέος προς τους γονείς.
Δεν έχουμε όλοι μας αντιληφθεί ότι είμαστε προϊόν της επιθυμίας των γονέων μας να έλθουμε στην ύπαρξη. Η υπόστασή μας δεν υπήρχε κάπου στο διάστημα και περίμενε να κατοικήσει σε ένα σώμα ώστε να γεννιόμασταν ακόμη και αν δεν έρχονταν σε γνωριμία οι γονείς μας είτε ένας από τους δύο με άλλο πρόσωπο είτε δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Είμαστε δημιούργημα ψυχοσωματικό των δύο αυτών μοναδικών προσώπων. Προϊόν της βούλησής τους, της αγάπης τους, αν θέλετε, σάρκα από τη σάρκα τους και ψυχή από την ψυχή τους. Αυτό και μόνο το γεγονός, το ότι δεν είμαστε αυθύπαρκτοι αλλά προερχόμαστε από άλλους ανθρώπους οι οποίοι θέλησαν να συλληφθούμε, να κυοφορηθούμε και να ανατραφούμε μας προκαλεί δέος και μας προσδιορίζει ένα χρέος απέναντί τους κατά την εντολή: ‘τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου’ (Εξ. 20:12).
Το χρέος απέναντι στους γονείς έγκειται στη διαφύλαξη του δεσμού της αγάπης και την φροντίδα προς αυτούς. Οφείλουμε να τους αγαπάμε και να φροντίζουμε για την ψυχή και το σώμα τους. Για τη σωτηρία τους και την ευζωϊα τους. Κάθε δική μας δράση έχει αντίκτυπο στο είναι τους. Όταν εκείνοι ησυχάζουν από τις δραστηριότητες της ζωής ζούμε εμείς γι’αυτούς, τους δίνουμε ζωή είτε τους παίρνουμε τη ζωή από τον τρόπο που πολιτευόμαστε. Η δική μας αγιότητα ελκύει επάνω τους τη χάρη του Θεού, το δικό μας σκάνδαλο αμαυρώνει την ψυχή τους.
Μετά τους γονείς, συλλογικότερο έρχεται το χρέος προς την πατρίδα. Η πατρίδα σχετίζεται πάλι με τους ανθρώπους, όχι μόνο τους γονείς αλλά όλους τους οικείους, τους συναθλητές του κοινού τόπου στον οποίο συγκατοικούμε. Πατρίδα είναι οι τάφοι των προγόνων, τα σεβάσματα, παλαιά και τωρινά, ο κλήρος της γης, του νερού και του αέρα που μας δόθηκε για να ζούμε, να εργαζόμαστε και να προκόπτουμε. Χρέος προς την πατρίδα έχουμε όχι μόνο να τη διαφυλάξουμε αλλά να την αποδώσουμε στις επόμενες γενεές καλύτερη απ’ό,τι την παραλάβαμε. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε διαχειριστές σ’αυτή τη γη, όχι κατακτητές ή κύριοί της εφόσον ‘του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής’ (Α΄ Κορ. 10:16). Γεννηθήκαμε σε έναν τόπο, είμαστε όμως παρεπίδημοι όχι μόνιμοι. Ήλθαμε για να εργαστούμε τη σωτηρία μας και να φύγουμε. ‘Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν’ (Εβρ. 13:14).
Τρίτο και τελευταίο έρχεται το χρέος προς το συνάνθρωπο. Αυτό δεν το ορίζει ούτε η συγγένεια, ούτε η εντοπιότητα ούτε πλέον η απόσταση. Συνάνθρωπος είναι αυτός που έλαχε να πορεύεται την ίδια στιγμή με μένα την οδό της ζωής, που αγωνίζεται συγχρόνως για τη σωτηρία τη δική του, της οικογενείας του, της πατρίδας του. Συνάνθρωπος είναι η εικόνα του Θεού στη γη.
Το χρέος προς τον συνάνθρωπο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αλλά και να αποτιμηθεί. Η εντολή της αγάπης ‘αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν’ (Λευ 19:34) δίνει το μέτρο του χρέους το οποίο προσδιορίζεται ανάλογα με την αυτοεκτίμηση. Εκείνος που αγαπά πραγματικά τον εαυτό του μπορεί να αγαπήσει πραγματικά και τον πλησίον, τον συνάνθρωπο. Πραγματική αγάπη είναι η ομοίωση στο Θεό, την κατ’ εξοχήν αγάπη. Ο Θεός είναι τριαδική αγάπη η οποία γίνεται γνωστή σε μας ως δημιουργική και μεθεκτική χάρη. Η μετοχή μας στη χάρη αυτή μας καθιστά ‘χαριτωμένους’ και το χρέος μας ως τέτοιων έγκειται στο να μοιραστούμε την πληρότητα αυτής της χάρης με τους συνανθρώπους μας, δηλαδή να συνδιάγουμε παραδείσια ενώ ακόμη ζούμε εδώ στη γη.
Τα παραπάνω αποτελούν το πνευματικό χρέος του κάθε ανθρώπου, ικανό και απαιτητό από τον Κύριο κατά το φοβερό του κριτήριο. Ενώ στις γήινες οικονομικές συναλλαγές προηγείται η εκταμίευση του κεφαλαίου και έπεται η αποπληρωμή του, στην πνευματική αυτή συναλλαγή πιστώνεται ο άνθρωπος και χρεώνεται ο Θεός ο Οποίος αναλαμβάνει την οφειλή, χάριν δικαιοσύνης, να αποδώσει ‘εκάστω κατά τα έργα αυτού’ (Ρωμ 2:6).
Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)